ακουμπιστός

ακουμπιστός
η , ό опирающийся, прислонившийся, облокотившийся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ακουμπιστός" в других словарях:

  • ακούμπιστος — η, ο [ακουμπιστός] ο ακούμπητος …   Dictionary of Greek

  • ακουμπιστός — ή, ό [ακουμπίζω] αυτός που έχει ακουμπήσει κάπου, ακουμπισμένος, στηριγμένος …   Dictionary of Greek

  • ακουμπιστός — ή, ό επίρρ. ά ακουμπισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουμβίζω — ἀκουμβίζω ή ἀκκουμβίζω και ἀκουμπίζω (Μ) (Ν ακουμπίζω) 1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω στο ακούβιτο για να γευματίσω, «κάθομαι στο τραπέζι» 2. ακουμπώ* νεοελλ. αποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προέρχεται είτε από το λατ. accumbo «κατακλίνομαι» και την κατάλ. ίζω …   Dictionary of Greek

  • ακουμπητός — ή, ό και ακουμπιστός αυτός που στηρίζεται κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακουμπώ. ΠΑΡ. ακούμπητος] …   Dictionary of Greek

  • ακούμπητος — η, ο και ακούμπιστος 1. αυτός που δεν έχει στηριχτεί κάπου 2. που δεν έχει ξεκουραστεί καθόλου, που δουλεύει ασταμάτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ακουμπητός με αναβιβασμό τού τόνου, από όπου και η στερητική σημασία του επιθέτου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»